τουρμαλίνης — ο, Ν 1. (ορυκτ.) βοριοπυριτικό ορυκτό τού αργιλίου και τού νατρίου 2. φρ. α) «πλακίδιο τουρμαλίνη» (ορυκτ. φυσ.) οπτικό όργανο που έχει τη μορφή πλάκας πάχους μερικών δεκάτων τού χιλιοστομέτρου αποτελούμενης από ορυκτό τουρμαλίνη και… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… … Dictionary of Greek
Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… … Dictionary of Greek
Ναγκίμπ, Μοχάμετ — (Muhammad Naguib, Χαρτούμ 1901 – Κάιρο 1983). Αιγύπτιος πολιτικός και στρατιωτικός, από μητέρα Σουδανή. Αξιωματικός του στρατού, συμμετείχε στις επιχειρήσεις εναντίον των Εβραίων της Παλαιστίνης το 1948 49 και τραυματίστηκε. Το καλοκαίρι του 1952 … Dictionary of Greek